τούκα, η, ουσ. [ηχομιμητική λ. από τον ήχο που παράγεται, όταν χτυπήσει κάποιος επάνω σε κάποιο εμπόδιο· ίσως και λ. σλαβ.], χρησιμοποιήθηκε από τα παιδιά σε διάφορα παιχνίδια τους, ιδίως στο κρυφτό, όπου με την πάροδο του χρόνου αντικαταστάθηκε με το φτου! (βλ. λ.)·
- έγινε τούκα, έγινε τράκα, τρακάρισμα: «έγινε τέτοια τούκα στη διασταύρωση, που οι οδηγοί των αυτοκινήτων γλίτωσαν από θαύμα!»·
- κάνω τούκα, έρχομαι σε επαφή με κάποιον ή με κάτι, τρακάρω: «μόλις έστριψα απ’ τη γωνία, έκανα τούκα με τον τάδε και καθίσαμε να τα πούμε λιγάκι || απ’ τη μέρα που οδηγούσε μεθυσμένος κι έκανε τούκα μ’ ένα άλλο αυτοκίνητο, δεν ξανάβαλε ποτό στο στόμα του»·
- τούκα πρώ(τος), έκφραση σε παιδικό παιχνίδι δρόμου που λέγεται από το παιδί που φτάνει και ακουμπά πρώτο το σημείο του τερματισμού.